ενορία — η 1. ορισμένη τοπική περιφέρεια ναού, όπου κατοικούν οι χριστιανοί που υπάγονται σ αυτόν το ναό, από τον οποίο παίρνει το όνομά της: Ενορία Παναγίας Φανερωμένης. 2. το σύνολο των ενοριτών ενός ναού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενορίτης — ο (θηλ. ενορίτισσα, η) (Μ ἐνορίτης, ο θηλ. ἐνορῑτις, η) [ενορία] 1. αυτός που ανήκει σε εκκλησιαστική ενορία 2. προϊστάμενος ενορίας, εφημέριος … Dictionary of Greek
ενοριακός — ή, ό (Μ ἐνοριακός, ή, όν) [ενορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ενορία («ενοριακός ναός», «ενοριακή εισφορά», «ενοριακός κλήρος») … Dictionary of Greek
μεταθετός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετατεθεί 2. το ουδ. ως ουσ. το μεταθετό α) η δυνατότητα μετάθεσης β) μουσικό όργανο που έχει κατασκευαστεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγει άλλο ήχο από εκείνον που αναλογεί στον γραμμένο φθόγγο γ) (καν. δίκ.) η… … Dictionary of Greek
Roman Catholic Diocese of Syros e Milos — Infobox Diocese| jurisdiction=Diocese name= Syros e Milos latin= Dioecesis Syrensis et Milensis country= Greece | metropolitan=Naxos, Andros, Tinos and Mykonos rite=Latin Rite cathedral = Ενορια Αγιου Γεωργιου Στην Ανω Συρο, Ano Syros ( Cathedral … Wikipedia
Епархия — название единицы гражданско административного подразделения в Греко Римской империи. Константин Великий разделил империю на четыре префектуры, из которых каждая подразделялась на несколько диоцезов (см.); последние состояли каждый из нескольких… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Archiepiskopos — Das Amt des Metropoliten bezeichnete seit dem frühen Christentum einen Oberbischof, der einem Verbund von Bistümern vorstand und seinen Sitz in einer Provinzhauptstadt (Metropolis, altgr. μητρόπολις, „Mutterstadt einer Kolonie“) hatte. Heute… … Deutsch Wikipedia
Loutrochori — Λουτροχώρι … Deutsch Wikipedia
Metropolit — Das Amt des Metropoliten bezeichnet seit dem frühen Christentum einen Oberbischof, der einem Verbund von Bistümern vorstand und seinen Sitz in einer Provinzhauptstadt (Metropolis, altgr. μητρόπολις, „Mutterstadt einer Kolonie“) hatte. Heute… … Deutsch Wikipedia
Приход — У этого термина существуют и другие значения, см. Приход (значения). Приход (греч. παροικία[1] (от греч. παρά «близ» и греч. οἶκος «дом») «пребывание чужезе … Википедия